- μυθοποίημα
- μῡθοποί-ημα, ατος, τό,A fabulous narrative, Plu.2.17a, Ael.NA7.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυθοποίημα — μυθοποίημα, τὸ (Α) [μυθοποιώ] το αποτέλεσμα τού μυθοποιώ, μυθώδης διήγηση («ὅτι μυθοποίημα καὶ πλάσμα πρὸς ἡδονήν ἤ ἔκπληξιν ἀκροατοῡ γέγονε», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
μυθοποίημα — fabulous narrative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθοποιήματα — μυθοποίημα fabulous narrative neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθούργημα — μυθούργημα, τὸ (Α) [μυθουργώ] μυθοποίημα* … Dictionary of Greek